περίψηφος

περίψηφος
ὁ, Α
δάσκαλος τής αριθμητικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ψῆφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίψηφος — calculator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίψηφοι — περίψηφος calculator masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”